- αποθέτω
- (AM ἀποτίθημι, Μ κ. ἀποθέτω)1. τοποθετώ, βάζω2. αφήνω κάτι κατά μέρος3. αποθηκεύω, αποταμιεύωνεοελλ.1. τοποθετώ κάτι σε χαμηλή επιφάνεια, το αφήνω κάτω2. μτφ. εμπιστεύομαι, στηρίζω κάτι σε κάποιοναρχ.Ι. 1. (για παιδιά) εγκαταλείπω, παραμελώ, αφήνω έκθετοII. μέσ.1. (για ενδύματα) βγάζω, αφαιρώ2. (για μαλλιά) κόβω σε ένδειξη πένθους3. παραβαίνω, δεν λαμβάνω υπόψιν, μου4. αποβάλλω κάτι από τον εαυτό μου, το αποφεύγω5. διατηρώ, φυλάσσωIII. φρ.1. «ἀποτίθεμαι τὴν Άφροδίτην»ἀποβάλλω, καταπνίγω την επιθυμία μου2. «ἀποτίθεμαι εἰς αὖθις» — αναβάλλω3. «ἀποτίθεμαι χρόνον εἴς τι» — αφιερώνω χρόνο για κάτι4. «ἀποτίθεμαι κόλπων» — γεννώ.
Dictionary of Greek. 2013.